κεφαλαιωδῶν

κεφαλαιωδῶν
κεφαλαιώδης
capital
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ραιμάρους, Ερμάνος-Σαμουήλ — (Reimarus, 1694 – 1768). Γερμανός φιλόσοφος, μαθητής του Λάιμπνιτς και δάσκαλος του Καντ. Σπούδασε σε διάφορα πανεπιστήμια και επισκέφθηκε πολλές χώρες. Ασχολήθηκε επίσης και με τις φυσικές επιστήμες και υπήρξε από τους πρώτους θιασώτες της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”